Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λασκάρω
Greek Monolingual
1.χαλαρώνω 2. χαλαρώνομαι 3.φρ. α) «του λασκάρησε η βίδα» ή «του λασκάρησε το μυαλό» — τρελάθηκε, του έστριψε β) «του λασκάρησα τα λουριά» — δεν τον περιορίζω πια, τον αφήνω σχετικά ελεύθερο. [ΕΤΥΜΟΛ.< ιταλ. lascare].