λειοτριβώ

Greek Monolingual

(AM λειοτριβῶ, -έω)
με την τριβή μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, ψιλοκοπανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -τριβῶ (< -τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδοτριβώ, φαρμακοτριβώ].