λευκωματώδης
English (LSJ)
λευκωματῶδες, of the nature of λεύκωμα 11.2, πάθβς Erot. s.v. ἄργεμον.
German (Pape)
[Seite 36] ες, dem weißen Staar ähnlich, Erotian.
Greek (Liddell-Scott)
λευκωματώδης: -ες, (εἶδος) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66.
Greek Monolingual
-ες (Α λευκωματώδης, -ῶδες) λεύκωμα
νεοελλ.
λευκωματούχος
αρχ.
αυτός που πάσχει από λεύκωμα.