λευκόκομος

English (LSJ)

λευκόκομον, white-haired, Poll.4.139.

German (Pape)

[Seite 34] weißhaarig, Poll. 4, 139 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόκομος: -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, Πολυδ. Δ΄, 139· ― -κόμης, ὁ, Τζέτζ. τὰ Μεθ’ Ὅμ. 659.

Greek Monolingual

λευκόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκή κόμη, ασπρομάλλης.