λιθαγωγία

English (LSJ)

ἡ, conveyance of stone, IG12.347.37, SIG241 B87 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

η (Α λιθαγωγία) λιθαγωγός
νεοελλ.
η ιδιότητα την οποία έχουν μερικά φάρμακα να διευκολύνουν την κάθοδο και έξοδο λίθων από τον οργανισμό
αρχ.
η μεταφορά λίθων.