λιναγερτουμένη

English (LSJ)

(fort. λιναγρετουμένηἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῦσα, Hsch.

Greek Monolingual

λιναγερτουμένη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῦσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πιθ. ἀγερτός < ἀγείρω «συλλέγω, μαζεύω»].