λιποναυτίου

English (LSJ)

γραφή, indictment against one who deserts his ship or duty at sea, Poll.8.42.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποναυτίου: γραφή, ἀγωγὴ κατὰ τοῦ ἐγκαταλιπόντος τὸ πλοῖον του ἢ τὸ καθῆκόν του ἐν θαλάσσῃ, Πολυδ. Η΄, 42, Att. Process σ. 364· πρβλ. λιποστράτιον.

German (Pape)

δίκη, wegen Verlassens des Schiffes, Poll. 6.154, 8.40.