λοιμοποιός

English (LSJ)

λοιμοποιόν, causing a pestilence, Vett.Val.6.29.

Greek Monolingual

λοιμοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί λοιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -ποιός (< ποιῶ)].