λοιπάζομαι

Greek (Liddell-Scott)

λοιπάζομαι: παθ., μένω ὀπίσω, καθυστερῶ, μένω ἔλλειμμα, ὑπόλοιπον, reliquari, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 227· τὸ οὐσιαστ. λοιπασμὸς ἐκ διορθώσεως τοῦ Vales. ἐν Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 20 ἀντὶ τοῦ ἐλειπασμός.

German (Pape)

dep. pass., in Rückstand, Rest bleiben, Schol. Ar. Plut. 227.