λυγιά

Greek Monolingual

η (Μ λυγέα)
λυγαριά, λυγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυγ-έα < θ. λυγ- του λύγος + κατάλ. -έα με συνίζηση -ιά (πρβλ. ελέα > ελιά, ιτέα > ιτιά)].