λυκόφανος

Greek Monolingual

λυκόφανος ή λυκόφων (Α)
το φυτό εχινόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φανός (< φανός < φάος), πρβλ. πολύφανος].

German (Pape)

auch λυκόφωνος geschrieben, eine Pflanze, Diosc. Bei Plut. Lyc. 16 steht ἐν χειμῶνι τοὺς λεγομένους λυκόφονας ὑπεβαλλοντο, wofür Inst. Lacon. p. 248 λυκοφώνας gelesen wird.