λυσίγαμος

English (LSJ)

[ῐ], ον, dissolving marriage, ἀγγελίαι AP5.301.14 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rompt ou dissout le mariage.
Étymologie: λύω, γάμος.

German (Pape)

[ῡ], ἀγγελίαι od. ἀμβολίαι, die Ehe auflösend, Agath. 3 (V.302).

Russian (Dvoretsky)

λῡσίγᾰμος: расторгающий брак (ἀγγελίαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίγᾰμος: -ον, διαλύων τὸν γάμον, Ἀνθ. Π. 5. 302.

Greek Monolingual

λυσίγαμος, -ον (Α)
αυτός που διαλύει τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -γαμος (< γάμος < γαμῶ), πρβλ. λιπόγαμος, μελλόγαμος].

Middle Liddell

λῡσί-γᾰμος, ον
dissolving marriage, Anth.