μέζων

English (LSJ)

μεζόνως, v. μέγας.

German (Pape)

[Seite 111] ον, ion. = μείζων, comparat. zu μέγας, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μείζων.

Russian (Dvoretsky)

μέζων: Her. = μείζων.

Greek (Liddell-Scott)

μέζων: μεζόνως, Ἰων. ἀντὶ μείζων, μειζόνως, ἴδε ἐν λ. μέγας.

Greek Monolingual

μέζων, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μείζων.

Greek Monotonic

μέζων: μεζόνως, Ιων. αντί μείζων, μειζόνως, βλ. μέγας.