μίκυθος

English (LSJ)

η, ον, Dim. of μικκός, as pr. n. [ῑ, AP6.355 (Leon.).]

German (Pape)

[Seite 185] dim. von μικύς, sehr klein, Sp. S. N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μίκῠθος: -η, -ον, ὑποκορ. τοῦ μικκός, ὡς κύρ. ὄνομα. [ῑ, Ἀνθ. Π. 6. 355.].