v. μαιμάω, Ph. 1.391, cj. in Suid.
μαιμάζω (Α)μαιμώ («ἡ ὄρεξις ὥσπερ ἔτι, λιμώττουσα μαιμάζει», Φιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμῶ κατά τα ρ. σε -ζω].
f.l. statt μαιμάσσω.