μαλακόσαρκος
English (LSJ)
μαλακόσαρκον, with soft flesh, ζῷα Arist.HA486b9; οἱ μ. Id.de An.421a26, cf. Diocl.Fr.135 (Comp.).
German (Pape)
weichfleischig, von einem Fisch, Diocl. bei Ath. VII.305b und öfter; auch Medic.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκόσαρκος: имеющий мягкое мясо (ἰχθύες καὶ ὄρνιθες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόσαρκος: -ον, μαλακὴν ἔχων σάρκα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 1. 1, 7, Διοκλῆς παρ’ Ἀθην. 305Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μαλακόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει μαλακή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + σάρκα].