μαρς

Greek Monolingual

το
1. στρατιωτικό εμβατήριο
2. (και ως επιφών.) παράγγελμα εκκίνησης ή άσκησης («εμπρός μαρς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marche, προστ. του ρ. marcher «προχωρώ, βαδίζω»].