μαῦρος: -ον, προπερισπ., ἀντὶ τοῦ ὀξυτόνου ἀμαυρός, Ἀρκάδ. 69. 22, Ἡσύχ.· - παρὰ Βυζ. ὡς καὶ νῦν, ἴδε Δουκάγγ.
Meaning: or μαυρός.See also: s. ἀμαυρός
μαῦρος: μαυρός{maũros}See also: s. ἀμαυρός.Page 2,186