μεγαλομυκητής

English (LSJ)

μεγαλομυκητοῦ, ὁ, loud bellower, gloss on μεγάμυκος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 106] ὁ, der laut, stark Brüllende, vom Esel, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλομῡκητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεγάλως, ἰσχυρῶς μυκώμενος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεγαλομυκητής, ὁ (Α)
αυτός που μουγκρίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + μυκητής (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»)].