μεγαλοπόλεμος

English (LSJ)

μεγαλοπόλεμον, great in war, J.AJ12.11.2.

German (Pape)

[Seite 107] groß im Kriege, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπόλεμος: -ον, μέγας ἐν πολέμῳ, ἄνδρα γενναῖον καὶ μεγαλοπόλεμον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11, 2.

Greek Monolingual

μεγαλοπόλεμος, -ον (Α)
μεγάλος και ένδοξος στον πόλεμο.