-ή, -ό (Μ μελαμψός, -όν)1. βαθιά, έντονα μελαχρινός2. σκοτεινός, σκούρος, σκοτεινόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελαμψός < μελαν-οψός (με συλλαβική ανομοίωση και τροπή του έρρινου ν σε χειλ. προ του ψ) < μέλας, -ανος + ὄψις.