μεσήμβριος
English (LSJ)
α, ον, = μεσημβρινός (belonging to noon, about noon, noontide, noon-day, noon, southern, noonday, at noon, meridian) II, [ὕδατα] Ruf. ap. Orib. 5.3.17.
Greek Monolingual
μεσήμβριος, -ία, -ον (Α) μεσημβρία
αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, ο μεσημβρινός, ο νότιος.