μεσότοιχος

English (LSJ)

ὁ,
A party-wall, Milet.7.56 (Didyma), BCH33.452 (Argos): metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μ. διορύττειν Eratosth.Cyren. ap. Ath.7.281d.
II as adjective, having a party-wall, οἰκίαι PAmh.2.98.9 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 140] ὁ, dasselbe, übertr., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μεσότοιχον διορύττειν, Eratosth. bei Ath. VII, 281 d.

Greek (Liddell-Scott)

μεσότοιχος: ὁ, τοῖχος χωρίζων δύο οἰκίας ἢ αὐλάς, κτλ., μεταφορ., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μεσότοιχον διορύττοντα Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 281D.

Greek Monolingual

ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον)
1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία
2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα
νεοελλ.
εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια
αρχ.
ως επίθ. (για κτήριο) αυτός που έχει τέτοιου είδους τοίχο («μεσότοιχος οἰκία», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + τοῖχος (πρβλ. αργυρότοιχος)].