μεταθύω

English (LSJ)

appease by sacrifice, ἱλαξάσθω τὸν θεὸν καὶ μεταθυσάτω Schwyzer 321.4 (Delph., v B. C.).

Greek Monolingual

μεταθύω (Α) θύω
εξευμενίζω με θυσία.