(ΑM μετακενῶ, -όω)αδειάζω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, μεταγγίζωνεοελλ.μεταδίδω σε άλλο τόπο ή σε άλλα πρόσωπα ιδέες, μεθόδους, επιστήμες κ.λπ.μσν.-αρχ.μτφ. διοχετεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)].