μεταξοτυπία

Greek Monolingual

η
1. μέθοδος εκτύπωσης με τη βοήθεια οθόνης από δικτυωτό ύφασμα τεταμένο επάνω σε τελάρο
2. το τυπωμένο με τη μέθοδο αυτή έργο.