μετεκδίδωμι
English (LSJ)
in Med., betroth a second time, Plu.Comp.Lyc. Num.3.
German (Pape)
[Seite 158] (s. δίδωμι), nachher, später ausgeben, verheirathen, Plut. comp. Lyc. 3.
French (Bailly abrégé)
f. μετεκδώσω;
au Moy. remettre aux mains d'un second mari.
Étymologie: μετά, ἐκ, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
μετεκδίδωμι: снова или вторично выдавать замуж (ἐκδόσθαι καὶ μετεκδόσθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μετεκδίδωμι: δανείζω, Πλουτ. Σύγκρ. Λυκ. καὶ Νουμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ.
Greek Monolingual
μετεκδίδωμι (Α)
(το μέσ.) μετεκδίδομαι
μνηστεύω, αρραβωνιάζω πάλι, δίνω σε γάμο για δεύτερη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-δίδωμι «ξαναρραβωνιάζω»].
Greek Monotonic
Middle Liddell
to lend out, Plut.