μηχανητικός
English (LSJ)
μηχανητική, μηχανητικόν, = μηχανικός 1.1, X.HG3.1.8 (v.l. μηχανικός): c. gen. rei, μ. τοῦ πολλοὺς φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας Id.Eq.Mag.5.2.
German (Pape)
[Seite 181] in Anwendung von Listen u. Kunstgriffen od. Maschinen erfahren, Xen. Hipp. 5, 2, gewandt, schlau.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνητικός: -ή, -όν, = μηχανικός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ἐπινοεῖν τρόπους, ἐφευρετικός, χρὴ δὲ [τὸν ἵππαρχον] μηχανητικὸν εἶναι καὶ τοῦ πολλοὺς μὲν φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας, πάλιν δὲ ὀλίγους τοὺς πολλοὺς Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 2.
Greek Monolingual
μηχανητικός, -ή, -όν (Α) μηχανώμαι
αυτός που είναι επιτήδειος στο να επινοεί, εφευρετικός, επινοητικός.
Greek Monotonic
μηχᾰνητικός: -ή, -όν, = μηχανικός, σε Ξεν.
Middle Liddell
μηχᾰνητικός, ή, όν = μηχανικός, Xen.]