μιάνθην

Greek Monotonic

μιάνθην:1. Επικ. αντί ἐμιάνθην, Παθ. αόρ. αʹ του μιαίνω,
2. γʹ δυϊκ. αντί μιάνθητην.

Russian (Dvoretsky)

μιάνθην: эп. aor. pass. к μιαίνω.