μιάντης

English (LSJ)

μιάντου, ὁ, = μιάστωρ 1, EM785.37.

Greek (Liddell-Scott)

μιάντης: μιαίνων, μιάστωρ, Ἐτυμ. Μ. 785, 37.

Greek Monolingual

μιάντης, ὁ (Α) μιαίνω
αυτός που μιαίνει, που μολύνει, ο μιάστωρ.