μιαντικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μιαίνειν, Ψευδο-Ἰγνάτ. 1277Α.
μιαντικός, -ή, -όν (Α) μιαντόςαυτός που μπορεί να μιάνει.