μικρούλης

Greek Monolingual

-α, -ι και -ικο μικρός
1. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («μικρούλα κάμαρα»)
2. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς την ηλικία («έλα, μικρούλη μου να σέ φιλήσω»)
3. ως ουσ. α) νέος, νεανίσκος, παιδίσκη, κοπέλα
β) μικρό παιδάκι, μωράκι.