μιξαίθρια, τὰ και μιξαίθριαι, αἱ (Α)εναλλαγή καλού και κακού καιρού («ὕδατα πολλά, λάβρα, μεγάλα, χιόνεςμιξαίθρια τὰ πλεῖστα», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + αἴθριον].