μισθοφορέω
English (LSJ)
A receive wages or receive pay, especially in the public service, serve for hire, Ar.Av.584, V.683, X.Oec.1.4, etc.; δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Arist.Pol.1317b35; παρά τινος Luc.Apol.11: c. acc. rei, receive as pay, τρεῖς δραχμάς Ar.Ach.602; τὰ δημόσια μισθοφορέω χρήματα Id.Ec.206; μ. ἄλφιτα Id.Pax477; μισθοφορέω τὰ τούτων receive pay from their purse, Lys.27.11.
b freq. of mercenary soldiers, IG12.99.22, Ar. Av.1367, etc.; μισθοφορέω τισί X.Cyr.8.8.20; παρά τινι ib.3.2.25, D.23.149; μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, as if he were a pauper, Aeschin.1.103; μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, i.e. to draw pay without filling up the vacancies, Id.3.146.
2 bring in rent or bring in profit, οἰκία μισθοφοροῦσα, ἀνδράποδα μισθοφοροῦντα, Is.8.35; εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον μισθοφοροῦν X.Ath. 1.17:—Pass., to be let for hire, Id.Vect.3.5.
II causal, engage for pay, take into service, στρατιὰν ἐπί τινα Phalar.Ep.186.2.
German (Pape)
[Seite 190] ein μισθοφόρος sein, Lohn, Sold davontragen, erhalten; Ar. Ach. 577 u. öfter; τὰ δημόσια χρήματα, Eccl. 206; ὡς οὔτε μισθοφορητέον εἴη ἄλλους ἢ τοὺς στρατευομένους, Thuc. 8, 65; τινί, Xen. Cyr. 8, 8, 20; παρά τινι, 3, 2, 26, wie Pol. 1, 7, 2 u. a. Sp.; οἰκία μισθοφοροῦσα, das Miethe einbringt, Isae. 8, 35.
French (Bailly abrégé)
μισθοφορῶ :
I. 1 recevoir un salaire, une solde : παρά τινος de qqn;
2 recevoir une solde militaire, être soldat, servir : τινί ou παρά τινι être à la solde de qqn;
II. rapporter un salaire, procurer un revenu en parl. d'une propriété.
Étymologie: μισθοφόρος.
Russian (Dvoretsky)
μισθοφορέω:
1 получать заработную плату, служить за плату, работать по найму: μ. τινος Arph. и παρά τινος Luc. находиться на жалованье у кого-л.;
2 получать в качестве жалованья (τρεῖς δραχμάς, ἄλφιτα, τὰ δημόσια χρήματα Arph.);
3 воен. служить наемником (τινι и παρά τινι Xen.): μ. ἐν τῷ ξενικῷ Aeschin. служить наемником в иноземных войсках;
4 приносить доход (ἀνδράποδον μισθοφοροῦν Xen.; οἰκία μισθοφοροῦσα Isae.).
Greek (Liddell-Scott)
μισθοφορέω: εἶμαι μισθοφόρος, λαμβάνω μισθὸν ἢ πληρωμὴν ἐν τῇ δημοσίᾳ ὑπηρεσίᾳ, ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 584, Ξεν. Οἰκ. 1, 4, κτλ.· δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 2, 7· τινος, παρά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 683· παρά τινος Λουκ. Ἀπολ. 11· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω ὡς μισθόν, τρεῖς δραχμὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 602· τὰ δημόσια χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 206· μ. ἄλφιτα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 477· μ. τὰ τούτων, λαμβάνω μισθὸν ἐκ τοῦ βαλλαντίου αὐτῶν, Λυσίας 178. 40. β) συχν. ἐπὶ μισθωτῶν στρατιωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1367. κτλ., πρβλ. Θουκ. 8. 65· μισθ. τινι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· παρά τινι ὁ αὐτ. 3. 2, 25, Δημ. 669. 5· μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, ὡς εἰ ἦν πένης, Αἰσχίν. 14. 40· μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, δηλ. λαμβάνω τοὺς μισθοὺς χωρὶς νὰ ἀναπληρῶ τὰ κενά, ὁ αὐτ. 74. 21. 2) φέρω ἐνοίκιον ἢ κέρδος, φέρω εἰσόδημα, μισθοφοροῦσα οἰκία Ἰσαῖ. 72. 39· εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον μισθοφοροῦν Ξεν. Ἀθην. 1, 17. ― Παθ., δίδομαι ἐπὶ μισθῷ, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 5. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, λαμβάνω εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου ἐπὶ μισθῷ, μισθοδοτῶ, στρατιὰν Φαλάριδ. Ἐπιστ. 50.
Greek Monolingual
μισθοφορῶ, μισθοφορέω (Α) μισθοφόρος
1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος
2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῦσα», Ισαί.)
3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον
4. (το παθ.) μισθοφοροῦμαι, μισθοφορέομαι
μισθώνομαι, ενοικιάζομαι
5. φρ. α) «μισθοφορῶ τὰ τούτων» — παίρνω μισθό από το βαλάντιό τους
β) «μισθοφορῶ παρά τινι» — υπηρετώ ως μισθοφόρος σε κάποιον
γ) «μισθοφορῶ ἐν τοῖς ἀδυνάτοις» — υπηρετώ ως μισθοφόρος σαν να ήμουν φτωχός
δ) «μισθοφορῶ ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις» — παίρνω τον μισθό του μισθοφόρου χωρίς όμως να αναπληρώνω τα κενά.
Greek Monotonic
μισθοφορέω: μέλ. -ήσω, 1. α) είμαι μισθοφόρος, λαμβάνω μισθό ή πληρωμή για εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίες, παρέχω δημόσια υπηρεσία επί πληρωμή, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., λαμβάνω ως πληρωμή, τρεῖς δραχμάς, σε Αριστοφ. β) λέγεται για μισθοφόρους στρατιώτες, στον ίδ., σε Θουκ.· μισθοφορῶ τινι, σε Ξεν.· μισθοφορῶ ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, σαν να ήταν φτωχός, σε Αισχίν.
2. προσφέρω ενοίκιο ή κέρδος, μισθοφοροῦσα οἰκία, σε Ισαίο· ζεῦγος ἢ ἀνδράποδον μισθοφοροῦν, σε Ξεν. — Παθ., προσφέρομαι να γίνω μισθωτός, στον ίδ.
Middle Liddell
μισθοφορέω, fut. -ήσω
1. to be a μισθοφόρος, to receive wages or pay in the public service, to serve for hire, Ar., Xen., etc.;—also c. acc. rei, to receive as pay, τρεῖς δραχμάς Ar.
b. of mercenary soldiers, Ar., Thuc.; μισθ. τινί Xen.; μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, as if he were a pauper, Aeschin.
2. to bring in rent or profit, μισθοφοροῦσα οἰκία Isae.; ζεῦγος ἢ ἀνδράποδον μισθοφοροῦν Xen.:— Pass. to be let for hire, Xen.
Lexicon Thucydideum
mercedem capere, to receive pay, 8.67.3.