μοιρηγέτης

English (LSJ)

εω, ὁ, Ion. for μοιραγέτης.

German (Pape)

[Seite 198] ὁ, ion. u. ep. = μοιραγέτης, Ap. Rh. 1, 1127.

Greek (Liddell-Scott)

μοιρηγέτης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ μοιραγέτης.

Greek Monolingual

μοιρηγέτης, -εω, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. μοιραγέτης.