μολυβάς

Greek Monolingual

μολυβᾱς, -ᾱτος, ὁ (Α)
αυτός που ασχολείται με την κατεργασία του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + επίθημα -άς, -άτος, δηλωτικό επαγγέλματος (πρβλ, κασσιτερ-άς, χαλκωμ-άς)].