μονόγυιος

English (LSJ)

μονόγυιον, = μονομελής, Simp.in Cael.587.26.

Greek Monolingual

μονόγυιος, -ον (Α)
μονομελής, μονοσκελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. λαχνόγυιος].