μορφόχρους

Greek Monolingual

μορφόχρους, -ουν και, -οος, -οον (Α)
(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ευμορφόχρους) αυτός που έχει ωραίο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδόχρους)].