μοσχάρα και μουσκάρα, ἡ (Μ)μεγάλο θηλυκό μοσχάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάριον + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. κοιλάρα, μουλάρα)].