μοτοφυλάκιον

English (LSJ)

[ᾰ], τό,
A bandage for keeping lint in place, Leonid. ap. Aët.15.12, Antyll. ap. Orib.44.23.74.
2 μοτοφυλάκιον φάρμακον = applied by means of a bandage, Paul.Aeg.6.34,62.

German (Pape)

[Seite 210] φάρμακον, τό, eine Art Heftpflaster, Paul. Aeg., vom Folgdn.

Greek Monolingual

μοτοφυλάκιον, τὸ (ΑΜ) μοτοφύλαξ
επίδεσμος ο οποίος χρησιμεύει για να διατηρεί τον μοτό στη θέση του
μσν.
«μοτοφυλάκιον φάρμακον» — φάρμακο που μοιάζει με έμπλαστρο και εφαρμόζεται με επίδεσμο (Παύλ. Αιγ.).