μοχλόω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 212] mit einem Riegel verschließen, verriegeln, θύραν, Ar. frg. 331.
Greek (Liddell-Scott)
μοχλόω: (μοχλὸς) διὰ μοχλοῦ κλείω, ἀσφαλίζω, «ἀμπαρώνω» μόχλωσον τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 331.
Russian (Dvoretsky)
μοχλόω: запирать на засов (τὴν θύραν Arph.).