μοχλόω

English (LSJ)

(μοχλός) bolt, bar, μόχλωσον τὴν θύραν Ar.Fr.369.

German (Pape)

[Seite 212] mit einem Riegel verschließen, verriegeln, θύραν, Ar. frg. 331.

Greek (Liddell-Scott)

μοχλόω: (μοχλὸς) διὰ μοχλοῦ κλείω, ἀσφαλίζω, «ἀμπαρώνω» μόχλωσον τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 331.

Russian (Dvoretsky)

μοχλόω: запирать на засов (τὴν θύραν Arph.).