-η, -ο, θηλ. και -ια1. (για τρόφιμα) αυτός που δεν είναι φρέσκος («μπαγιάτικα ψάρια»)2. (κατ' επέκτ.) παλιός («μπαγιάτικα νέα μού λες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + κατάλ. -ικος].