και πιστικός, -ή, -ό1. έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος2. το αρσ. ως ουσ. ο μπιστικός ή ο πιστικόςβοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιστικός < πιστός, κατά το σχήμα αφέντης - αφεντικός. Ο τ. μπιστικός < μπιστός].