μπογιατίζω

Greek Monolingual

και μπογιαντίζω
1. βάφω, χρωματίζω με ελαιοχρώματα ή υδροχρώματα
2. (σχετικά με υποδήματα) επαλείφω με βερνίκι, βερνικώνω, στιλβώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boyadim, αόρ. του boyamak].