και μπογιαντίζω1. βάφω, χρωματίζω με ελαιοχρώματα ή υδροχρώματα2. (σχετικά με υποδήματα) επαλείφω με βερνίκι, βερνικώνω, στιλβώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boyadim, αόρ. του boyamak].