μυξαδένας

Greek Monolingual

ο
ανατ. η υπόφυση του εγκεφάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + αδένας. Η λ., στον λόγιο τ. μυξαδήν, μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].