Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μυογράφος
Greek Monolingual
ο φυσιολ. αυτογραφική συσκευή που εγγράφει τις μυϊκές συστολές, αλλ. ηλεκτρομυογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myographe (<μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -γράφος<γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδαΆστυ].