μυοτατικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
φρ. «μυοτατικό αντανακλαστικό»
φυσιολ. μονοσυναπτικό νωτιαίο αντανακλαστικό μυϊκής προελεύσεως που προκαλείται από την διέγερση νευρομυϊκών ατράκτων οι οποίες ενεργοποιούνται από αισθητικές νευρικές ίνες που εισδύουν στον νωτιαίο μυελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myotatic (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + τατικός < τατός < τείνω)].