μυριόφθαλμος

English (LSJ)

μυριόφθαλμον, with countless eyes, Eust.1504.54.

German (Pape)

[Seite 220] = μυριόμματος, Eust. Od. 180, 9.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀφθαλμούς, Εὐστ. 1504. 54.

Greek Monolingual

μυριόφθαλμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αναρίθμητα μάτια, μυριόμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ὀφθαλμός.