νίφω
English (LSJ)
v. νείφω.
German (Pape)
[Seite 257] schneien; ἤματι χειμερίῳ, ὅτε τ' ὤρετο Ζεὺς νιφέμεν (Bekk. νειφέμεν), Il. 12, 280, was fälschlich als aor. II. genommen wird; νίφει, es schnei't, Ar. Ach. 1106; aber Vesp. 773 steht noch ἐὰν δὲ νείφῃ (vgl. Schol. Il. 1, 420); – ὅταν νίφῃ ὁ θεός, Xen. Cyn. 8, 1; ἔνιφεν ὁ Ζεύς, Babr. 45, 1; auch übertr. sagt Nicoph. bei Ath. VI, 269 d νιφέτω μὲν ἀλφίτοις, neben ὑέτω δ' ἔτνει; das fut. νίψει, p. bei Plut. de pr. frig. 11. Im med. od. pass. sagt Aesch. νιφάδος ὀλοᾶς νιφομένης, vom Steinhagel, Spt. 195. – Pass. νίφομαι, beschnei't werden; Ar. Ach. 1039; τὰ κατύπερθε νίφεται, Her. 4, 31; οἱ δὲ νιφόμενοι ἀπῆλθον εἰς τὸ ἄστυ, Xen. Hell. 2, 4, 5; Sp., οὐ νίφεται τὸ τῆς Ἆρτέμιδος ἄγαλμα, Pol. 16, 12, 3.
French (Bailly abrégé)
f. νίψω, ao. et pf. inus.
1 intr. neiger, faire tomber de la neige ; • impers. νίφει il neige;
2 tr. couvrir de neige ; Pass. être couvert de neige;
Moy. νίφομαι tomber sous forme de neige.
Étymologie: *νίψ neige ; cf. lat. nix, nivis ; ningere.
Russian (Dvoretsky)
νίφω: (ῑ)
1 (о снеге) идти, падать: Ζεὺς νίφει Hom. или impers. νίφει Arph. снег идет;
2 покрывать снегом, pass. быть застигнутым снежной бурей (οἱ δὲ νιφόμενοι ἀπῆλθον ἐς τὸ ἄστυ Xen.; νιφόμενος καὶ κακοπαθῶν Plut.): πολιῷ γήραϊ νίφεσθαι Anth. покрываться сединой.
Greek (Liddell-Scott)
νίφω: [ῑ, ἴδε ἐν τέλ.]: μέλλ. νίψω Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 949B: ἀόρ. ἔνιψα (κατ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 138. ― Παθ., ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ἐνίφθην Διον. Ἁλ. 12. 8· πρβλ. κατα-, ὑπο-νίφω. (Ἐκ τῆς √ΝΙΦ παράγονται καὶ τὰ νίφα, νιφάς, νιφετός, νιφόεις· πρβλ. Λατ. ning-o, nix (niv-is)· ἀλλ’ οἱ τύποι ἐν ταῖς πλείσταις τῶν συγγενῶν γλωσσῶν δεικνύουσιν ὅτι ἡ ῥίζα εἶχεν ἀρκτικὸν s, Ζενδ. ←nizh (ningere)· Γοτθ. snaivs (χιών)· Ἀρχ. Γερμ. sneo· Λιθ. snigti, sningti (χιονίζω)· Σλαυ. snegu κτλ.· ― ἐν τῇ Σανσκρ. ἡ ῥίζα ἀπώλετο, ἂν μὴ ὑπάρχῃ ἐν τῷ snu, ἴδε ἐν λέξ. νάω). Χιονίζω, ἐνίοτε προσωπ., ὅτε ὤρετο Ζεὺς νιφέμεν (ἀπαρ. ἀντὶ νίφειν) Ἰλ. Μ. 280· ὅταν νίφῃ ὁ θεὸς Ξεν. Κυν. 8, 1· ἔνιφεν ὁ Ζεὺς Βαβρ. 45: προστακτ. νῖφε (ἐξυπακ. Ζεῦ) Ἀνθ. Π. 5. 64· ὁπόταν σχολάζῃς, νῖψον (νεῖψον Βεκκῆρος, νῆψον τὰ βιβλία) Φερεκράτ. ἐν «Αὐτομόλοις» 8· ― μεταφορ., χρυσῷ νίφων, πίπτων ὡς χρυσῆ βροχή, Πινδ. Ι. 7 (6). 5. 2) ἀπροσωπ., νίφει, χιονίζει (πρβλ. ὕει, συσκοτάζει), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1141, Σφῆκ. 773· νιφέτω ἀλφίτοις, ἂς βρέχῃ ἄλφιτα, «κρίθινον ἀλεῦρι», Νικοφῶν ἐν «Σειρῆσιν» 2. 3) ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 213, ἔχομεν τὸ μέσ. = τῷ ἐνεργ., νιφάδος νιφομένας, ὅταν πίπτῃ ἡ χιών· οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 476. 5. 4) Παθ., χιονίζομαι, καλύπτομαι ὑπὸ χιόνος, Ἡρόδ. 4, 31, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1075, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 3· χιόνι πολλῇ νίφεσθαι Διόδ. 5. 25· μεταφορ., πολιῷ γήραϊ νιφόμενος Ἀνθ. Π. 6. 198· πρβλ. ὕω. ΙΙ. βρέχω, Νόνν. Δ. 22. 283. ― Παθ., βρέχομαι ὑπὸ βροχῆς, τῶν ὑπὸ Μέμφιν μηδὲ νιφομένων παράπαν Φίλων 2. 99· νιφήσεται ὕδατι Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΕ΄, 12)· πρβλ. νιφὰς 2, νιφετὸς 2. [ῑ φύσει, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παρατηρήσεως τοῦ Φωτ., ― «νίψαι (ἀναγνωστέον νῖψαι), μακρὰ ἡ πρώτη συλλαβή». Οἱ τύποι ἄρα νείφω, νείψω, κτλ., εἰσὶ πλημμελεῖς, ἴδε Cobet Var. LL. σελ. 86, 361, Nov. LL. 593· ― ῐ ἐν ἅπασι τοῖς παραγώγοις].
English (Autenrieth)
(σν.), inf. νῖφέμεν: snow, Il. 12.280†. (V. l. νειφέμεν.)
Greek Monotonic
νίφω: [ῑ], αόρ. αʹ ἔνιψα·
1. χιονίζω· σε προσ. σύνταξη, ὅτε ὤρετο Ζεὺς νιφέμεν (Επικ. απαρ.), όταν ο Δίας άρχισε να ρίχνει χιόνι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅταν νίφῃ ὁ θεός, σε Ξεν.· μεταφ., χρυσῷ νίφων, πέφτοντας σαν βροχή από χρυσό, σε Πίνδ.
2. απρόσ., νίφει, χιονίζει (πρβλ. ὕει, συσκοτάζει), σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., νιφάδος νιφομένας, όταν το χιόνι πέφτει, σε Αισχύλ.
3. Παθ., καλύπτομαι από χιόνι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
1. to snow, pers., ὅτε ὤρετο Ζεὺς νιφέμεν (epic inf.) when Zeus started to snow, Il.; ὅταν νίφηι ὁ θεός Xen.:—metaph., χρυσῶι νίφων falling in a shower of gold, Pind.
2. impers., νίφει it snows (cf. ὕω, συσκοτάζω), Ar.:—so in Mid., νιφάδος νιφομένας when the snow is snowing, Aesch.
3. Pass. to be snowed on, Hdt., Ar., etc.
Mantoulidis Etymological
(=χιονίζω˙ ἀπρόσ. νίφει = χιονίζει). Ἀπό ρίζα νιφ-. Λατιν. nix-vis.
Παράγωγα: νιφάς -άδος, νιφετός (=χιονοθύελλα), νιφόεις (=γεμάτος χιόνια), νιφόβολος, νιφόκτυπος, νιφοστιβής (=γεμάτος χιόνια), ἀγάννιφος (ἄγαν + νίφω = σκεπασμένος μέ χιόνια˙ ἐπίθ. τοῦ Ὀλύμπου).