νεμεσητέος
Greek (Liddell-Scott)
νεμεσητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὁ προκαλῶν ἀγανάκτησιν, πρὸς ὃν πρέπει νὰ ἀγανακτήσῃ τις, Θεόδ. Ὑρτακ. Ἐπιστ. 51, καὶ νεμεσητέον, δεῖ νεμεσᾶν, Γεννάδ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 5, σ. 146, 5.
νεμεσητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὁ προκαλῶν ἀγανάκτησιν, πρὸς ὃν πρέπει νὰ ἀγανακτήσῃ τις, Θεόδ. Ὑρτακ. Ἐπιστ. 51, καὶ νεμεσητέον, δεῖ νεμεσᾶν, Γεννάδ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 5, σ. 146, 5.